Νοβάλις

Νοβάλις
(Novalis, Ομπερβίντερστετ, Μάνσφελντ 1772 – Βαϊσένφελς 1801). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα Friedrich Leopold von Hardenberg. Από αριστοκρατική οικογένεια, ανατράφηκε σε αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον και φοίτησε στη νομική σχολή της Ιένας, όπου ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία και τη φιλολογία, γοητευμένος από τη φυσιογνωμία του Σίλερ, τον οποίο γνώρισε προσωπικά. Το 1791 πήγε στη Λειψία, όπου γνώρισε τον Φίχτε και συνδέθηκε φιλικά με τον Φρίντριχ Σλέγκελ. Στο πρόσωπο της Σοφί φον Κιν, την οποία γνώρισε το 1794, ο Ν. είδε το ιδανικό συμπλήρωμα της ύπαρξής του, αλλά ο πρόωρος θάνατος της νέας, στα δεκαπέντε της μόλις χρόνια (1797), αποτύπωσε ανεξίτηλα στην ψυχή του τη σφραγίδα του θανάτου. Ωστόσο η έμφυτη ζωτικότητά του τον ώθησε στην εργασία (στο Βαϊσένφελς, στις αλυκές που διηύθυνε ο πατέρας του), χωρίς να πάψει να καλλιεργεί τα γράμματα και τις φιλίες. Μυστικιστικός πανθεϊσμός, ανακάλυψη των σκοτεινών πλευρών της πραγματικότητας ως φορέων ζωής, απόλυτος υποκειμενισμός ως μορφή μιας απόλυτης δημιουργικότητας του πνεύματος (ο λεγόμενος μαγικός ιδεαλισμός) μείγμα αισθητισμού και αφαίρεσης, ονείρου και πραγματικότητας, όλα αυτά συμπλέκονται στα έργα του N., αρχίζοντας από το Ύμνοι στη νύχτα, που δημοσιεύθηκαν το 1800 στις σελίδες του Athenaum, ως το Χριστιανισμός ή Ευρώπη (1799), εξύμνηση του θρησκευτικού και ιερατικού Μεσαίωνα, και τα μορφωτικά μυθιστορήματα: Οι μαθητές στη Σαΐδα (1798) και Χάινριχ φον Οφτερντίγκεν (εκδόθηκε το 1802, μετά τον θάνατό του· έργο ημιτελές συμπληρώθηκε από τον Τικ, φίλο και εκδότη του ποιητή). Κυρίως όμως η πλούσια συλλογή φιλοσοφικο-φιλολογικών αποσπασμάτων του, με τις εμπνευσμένες προβλέψεις του (θεωρία της συναισθησίας, αρχή του αλληγορισμού, ποίηση στο τετράγωνο κλπ.) μπορεί να θεωρηθεί μια από τις βασικές πηγές πολλών σύγχρονων θεωριών περί της τέχνης, και αποτελεί ανάγνωσμα συναρπαστικό και εντυπωσιακό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… …   Dictionary of Greek

  • Μαραγκάλ υ Γκορίνα, Χοάν — (Joan Maragall y Gorina, Βαρκελώνη 1860 – 1911). Ισπανός συγγραφέας. Εγκατέλειψε τη δικηγορική σταδιοδρομία για να ασχοληθεί με τα γράμματα και τη δημοσιογραφία, διατελώντας γραμματέας σύνταξης του Diario de Barcelona. Υπήρξε οπαδός της… …   Dictionary of Greek

  • Μπάαντερ, Φραντς Ξαβιέρ Μπένεντικτ φον- — (Franz Xavier Benedikt von Baader, Μόναχο 1765 – 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γιατρός, γρήγορα όμως προσέλκυσε το ενδιαφέρον του η ορυκτολογία, η χημεία και τελικά η φιλοσοφία. Τα θεωρητικά ενδιαφέροντά του τον… …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • Σλέγκελ, Φρήντριχ φον- — (Schlegel). Γερμανός συγγραφέας, κριτικός και θεωρητικός (1772 1829). Διαθέτοντας μεγαλύτερη διαίσθηση και βαθύτητα σκέψης από τον αδελφό του ‘Αουγκουστ Βίλχελμ, ο Σ. είναι αντίθετα λιγότερο συστηματικός, και στην ποικιλία των ενδιαφερόντων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”